- ἱεροσύλους
- ἱεροσύ̱λους , ἱερόσυλοςtemple-robbermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
κατακρημνισμός — Βαρύτατη ποινή, την οποία επέβαλαν κυρίως στους ιερόσυλους και την εκτελούσαν στους Δελφούς από την Υαμπεία Πέτρα (απόκρημνο βράχο του Παρνασσού), στην Αθήνα από το λεγόμενο βάραθροόρυγμα και στη Σπάρτη από τον Καιάδα. Ανάλογη ποινή με τον κ.… … Dictionary of Greek
Αδρανός — Θεός που λατρευόταν στη Σικελία. Αντιστοιχούσε στον Δία ή τον Ήφαιστο και ήταν πατέρας των τοπικών δίδυμων θεών Παλικών. Στον ναό του, που βρισκόταν στην πόλη Αδρανόν, συντηρούσαν κάπου χίλιους σκύλους, που υποδέχονταν φιλικά τους επισκέπτες του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek